- μεγιστότιμος
- μεγιστότιμος, -ον (Α)πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά-τιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγιστοτίμου — μεγιστοτί̱μου , μεγιστότιμος most honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)